- εκπωμάτιση
- ηαφαίρεση τού πώματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεβούλλωμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεβουλλώνω, η αφαίρεση πώματος από δοχείο, εκπωμάτιση, ή, γενικά, η απομάκρυνση πράγματος που εμποδίζει τη ροή υγρού σε σωλήνα, έκφραξη … Dictionary of Greek
ξετάπωμα — το [ξεταπώνω] αφαίρεση τής τάπας, τού βουλλώματος ενός δοχείου, εκπωμάτιση … Dictionary of Greek